κοιμωμένου

κοιμωμένου
κοιμάω
lull
pres part mp masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Λομπάρντο — (Lombardo). Επώνυμο οικογένειας Ιταλών γλυπτών και αρχιτεκτόνων που κατάγονταν από την Καρόνα (λίμνη Λουγκάνο) και εργάστηκαν τον 15o και τον 16o αι. 1. Αντόνιο (Antonio, Βενετία 1458; – Φεράρα 1516). Αξιόλογο έργο του ήταν το μεγάλο τζάκι της… …   Dictionary of Greek

  • ενταφιασμός — Νεκρικό έθιμο που βασίζεται στη δοξασία ότι οι νεκροί ζουν, δηλαδή ότι έχουν κατάλοιπα αισθήσεων και ζωτικής δύναμης. Για τον λόγο αυτό, ο νεκρός ενταφιάζεται σε στάση κοιμωμένου (ύπτιος ή ξαπλωμένος στο ένα πλευρό και με τα γόνατα σε ελαφρά… …   Dictionary of Greek

  • παράδοξος — η, ο / παράδοξος, ον, ΝΑ αυτός που γίνεται παρά προσδοκία, απίστευτος, απίθανος, παράξενος, αλλόκοτος (α. «οι ιστορίες του είναι πάντα παράλογες και παράδοξες» β. «πάνυ γὰρ παράδοξα λέγεις», Ξεν.) νεοελλ. 1. ιατρ. χαρακτηρισμός παθολογικού… …   Dictionary of Greek

  • περιανίστημι — Α σηκώνω κάποιον από τον ύπνο, ξυπνώ («ῥίπτει βέλος... καὶ κοιμωμένου Σατύρου τυγχάνει, κἀκεῑνος περιαναστάς», Αππολλδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἀνίστημι «σηκώνω, εγείρω κάποιον»] …   Dictionary of Greek

  • Δρόσης, Λεωνίδας — (Αθήνα 1836 – Νάπολη, Ιταλία 1884). Γλύπτης. Υπήρξε o κυριότερος εκπρόσωπος της νεοκλασικής γλυπτικής στην Αθήνα. Ήταν γιος του Βαυαρού στρατιωτικού μουσικού φον Ντορς και Ελληνίδας από τη σπετσιώτικη οικογένεια Μέξη. Εξελλήνισε το πατρικό του… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Πατρών — Στις δύο αντικριστές αίθουσες αυτού του μικρού αρχαιολογικού μουσείου στεγάζεται ένα πολύ μικρό μέρος του συνόλου των ευρημάτων από την ευρύτερη περιοχή της Πάτρας. Προτού δείτε τα εκθέματα, ρίξτε μια ματιά στο μεγάλο χάρτη που υπάρχει στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”